Accueil | Présentation | Tous les sujets | Rechercher |
Voir aussi les sujets : Lumière
φωτεινός
lumineux
Mots de mêmes racines :
το φως, του φωτός, τα φώτα, των φώτων (φω) | lumière |
το φως, του φωτός, τα φώτα, των φώτων (φω) | lumière |
φωτεινός (φω) | lumineux |
(, , φω) | |
η φωτογραφία | photographie |
Τον βγάζω φωτογραφία. | Je le prends en photo. |
η φωτογραφική μηχανή (, , φω) | appareil photo |
το φως, του φωτός, τα φώτα, των φώτων (φω) | lumière |
το φως, του φωτός, τα φώτα, των φώτων (φω) | lumière |
Adjectif