ο εκσυγχρονισμός (εξ, χρον) | modernisation
|
συγγενής (γεν, συν) | parent (proche) |
συνειδητοποιώ (συνειδ, συν) | se rendre compte de |
συγνώμη (γνω, συν) | pardon
|
σύγχρονος (χρον) | actuel
|
συγχρόνως (συν, χρον) | simultanément
|
συζητάω (ζητ
, συν) | discuter
|
σύμβαση (βας, συν) |
η σύμβαση έργασίας | contrat de travail |
η σύμβαση | convention |
συμπαθητικός (παθ, συν) | sympathique
|
συμπληρώνω (πληρων
, συν) | accomplir
|
το σύμφωνο (συν, φων) | consonne
|
σύμφωνοι (συν, φων) | d'accord
|
συμφωνώ (συν, φων) | être d'accord
|
ο συναγερμός (συν, συναγερμ
) | alarme
|
το μηχάνημα αυτόματης συναλλαγής (συν) | distributeur automatique de billets
|
το συνάλλαγμα (συν) | change
|
συναλλάσσω (συν) | échanger
|
συναντάω (αντ, συν) | rencontrer
|
η συνάντηση (αντ, συν) | rencontre
|
συναντιέμαι (αντ, συν) | se rencontrer
|
η συνείδηση (συνειδ, συν) | conscience
|
η συνεργασία (εργ, συν) | collaboration
|
ο συνεργάτης, η συνεργάτιδα (εργ, συν) | collaborateur, collaboratrice
|
ο συνεργάτης, η συνεργάτιδα (εργ, συν) | collaborateur, collaboratrice
|
συνοικία (οικ, συν) |
η συνοικία | quartier
|
Σε ποια συνοικία ; | quel ? Dans quel quartier ?
|
το σύνολο (ολ, συν) | ensemble
|
συνοψίζω (οψ
, συν) | résumer
|
σύντομα (συν, τομ
) | bientôt
|
χρόνια (χρον) |
Είναι τώρα εννιά χρόνια από πότε που... | cela fait maintenant neuf ans depuis que... |
Πάνε τώρα εννιά χρόνια από πότε που... | cela fait maintenant neuf ans depuis que... |
Πέρασαν τώρα εννιά χρόνια από τότε που... | cela fait maintenant neuf ans depuis que... |
χρόνο
(χρον) |
Έχω περισσότερο χρόνο. | J'ai davantage de temps.
|
Έχεις χρόνο ακόμα | Tu as encore le temps.
|
η χρονολογία (λογ, χρον) | date
|
χρόνος (χρον) |
Είμαι τριάντα τριών χρονών. | J'ai trente-trois ans. |
ο χρόνος | an |
ενάμιση χρόνος | un an et demi |
Πόσων χρονών είσαι ; (χρον) | Quel âge as-tu ? |