δέκα (δεκα) |
εννιά παρά δέκα | neuf heures moins dix |
δέκα | dix
|
μέχρι τις δέκα Ιανουαρίου | jusqu'au dix janvier |
μέχρι και τις δέκα Ιανουαρίου | jusqu'au dix janvier inclus |
δεκαεννέα (δεκα, ενν) | dix-neuf
|
δεκαεννιά (δεκα, ενν) | dix-neuf |
δεκαέξι (δεκα, εξι) | seize
|
δεκαεπτά (δεκα, επτα) | dix-sept
|
δεκαεφτά (δεκα, επτα) | dix-sept
|
δεκάξι (δεκα, εξι) | seize
|
δεκαοκτώ (δεκα, οκτ) | dix-huit
|
δεκαοχτώ (δεκα, οκτ) | dix-huit
|
δεκαπέντε (δεκα, πεντε) | quinze
|
το δεκάρικο (δεκα) | dix drachmes |
δεκατέσσερα (δεκα, τεσσερ) | quatorze
|
δεκατρία (δεκα, τρια) | treize
|
ο Δεκέμβριος, ο Δεκέμβρης (δεκα) | décembre |
Πότε ; Στις έξι Δεκεμβρίου. Την Πέμπτη, 12 Φεβρουαρίου. (δεκα) | Quand ? Le six décembre. Jeudi douze février. |
δώδεκα (δεκα) | douze
|
έντεκα (δεκα) | onze
|
τρεις (τρια) |
τρεις παρά τέταρτο, δύο και σαράντα πέντε | deux heures quarante-cinq |
τρεις ακριβώς | trois heures pile |
σε τρεις με τέσσερις ημέρες | dans trois ou quatre jours |
από τρεις μέρες μέχρι μία εβδομάδα | de trois jours à une semaine |
τρεις, τρεις, τρία, τριών | trois
|
τρεις, τρεις, τρία, τριών | trois
|
τρεις, τρεις, τρία, τριών (τρια) | trois
|
τριακόσια (κοσι, τρια) | trois cents
|
τρίαντα δύο (τρια) | trente-deux |
τρίαντα ένα (τρια) | trente-et-un
|
τριάντα (τρια) |
Είμαι τριάντα τριών χρονών. | J'ai trente-trois ans. |
τριάντα | trente
|
το τριαντάφυλλο (τρια, φυλλ
) | rose
|
η Τρίτη (τρια) | mardi
|
τριών (τρια) |
Είμαι τριάντα τριών χρονών. | J'ai trente-trois ans. |
τρεις, τρεις, τρία, τριών | trois
|