Accueil | Présentation | Tous les sujets | Rechercher |
Voir aussi les sujets : Accord et désaccord
συμφωνώ
être d'accord
Autres sens de ce mot grec :
être |
Mots de mêmes racines :
διαφωνώ (φων) | être en désaccord |
το καρτοτηλέφωνο (καρτ , τηλ, φων) | téléphone à carte |
συγγενής (γεν, συν) | parent (proche) |
συνειδητοποιώ (συνειδ, συν) | se rendre compte de |
το ραδιόφωνο (ραδιο , φων) | radio |
το στερεοφωνικό (στερ, φων) | chaîne hifi |
συγνώμη (γνω, συν) | pardon |
συγχρόνως (συν, χρον) | simultanément |
συζητάω (ζητ , συν) | discuter |
σύμβαση (βας, συν) | |
η σύμβαση έργασίας | contrat de travail |
η σύμβαση | convention |
συμπαθητικός (παθ, συν) | sympathique |
συμπληρώνω (πληρων , συν) | accomplir |
το σύμφωνο (συν, φων) | consonne |
σύμφωνοι (συν, φων) | d'accord |
συμφωνώ (συν, φων) | être d'accord |
ο συναγερμός (συν, συναγερμ ) | alarme |
το μηχάνημα αυτόματης συναλλαγής (συν) | distributeur automatique de billets |
το συνάλλαγμα (συν) | change |
συναλλάσσω (συν) | échanger |
συναντάω (αντ, συν) | rencontrer |
η συνάντηση (αντ, συν) | rencontre |
συναντιέμαι (αντ, συν) | se rencontrer |
η συνείδηση (συνειδ, συν) | conscience |
η συνεργασία (εργ, συν) | collaboration |
ο συνεργάτης, η συνεργάτιδα (εργ, συν) | collaborateur, collaboratrice |
ο συνεργάτης, η συνεργάτιδα (εργ, συν) | collaborateur, collaboratrice |
συνοικία (οικ, συν) | |
η συνοικία | quartier |
Σε ποια συνοικία ; | quel ? Dans quel quartier ? |
το σύνολο (ολ, συν) | ensemble |
συνοψίζω (οψ , συν) | résumer |
σύντομα (συν, τομ ) | bientôt |
το τηλεφώνημα (τηλ, φων) | un coup de téléphone |
τηλεφωνικώς (τηλ, φων) | par téléphone |
τηλέφωνο (τηλ, φων) | |
παίρνω τηλέφωνο στην Γαλλία | donner un coup de téléphone en France |
Το τηλέφωνο μιλάει. | La ligne est occupée. |
Ποιο είναι το τηλέφωνό σου ; | Quel est ton numéro de téléphone ? |
Ποιος ήταν στο τηλέφωνο ; | Qui était au bout du fil ? |
το τηλέφωνο | téléphone |
Το τηλέφωνο χτυπάει. | Le téléphone sonne. |
το τηλέφωνο οικίας | téléphone personnel |
ο αριθμός (του τηλεφώνου) (τηλ, φων) | numéro (de téléphone) |
τηλεφωνώ (σε) (τηλ, φων) | téléphoner |
έτσι φωνάζουν ακόμα και όταν (φων) | il crient ainsi même lorsque... |
φωνάζω (φων) | crier |
η φωνή (φων) | voix |
το φωνήεν (-τα) (φων) | voyelle(s) |
Verbe actif du deuxième groupe
Présent | Imparfait | Aoriste | Temps momentanés | Participe passé |
συμφωνώ | συμφωνούσα | συμφώνησα | θα συμφωνήσω | N |