διαφωνώ (φων) | être en désaccord
|
το καρτοτηλέφωνο (καρτ
, τηλ, φων) | téléphone à carte
|
το ραδιόφωνο (ραδιο
, φων) | radio
|
το στερεοφωνικό (στερ, φων) | chaîne hifi
|
το σύμφωνο (συν, φων) | consonne
|
σύμφωνοι (συν, φων) | d'accord
|
συμφωνώ (συν, φων) | être d'accord
|
το τηλεφώνημα (τηλ, φων) | un coup de téléphone
|
τηλεφωνικώς (τηλ, φων) | par téléphone
|
τηλέφωνο (τηλ, φων) |
παίρνω τηλέφωνο στην Γαλλία | donner un coup de téléphone en France
|
Το τηλέφωνο μιλάει. | La ligne est occupée.
|
Ποιο είναι το τηλέφωνό σου ; | Quel est ton numéro de téléphone ? |
Ποιος ήταν στο τηλέφωνο ; | Qui était au bout du fil ? |
το τηλέφωνο | téléphone
|
Το τηλέφωνο χτυπάει. | Le téléphone sonne.
|
το τηλέφωνο οικίας | téléphone personnel
|
ο αριθμός (του τηλεφώνου) (τηλ, φων) | numéro (de téléphone)
|
τηλεφωνώ (σε) (τηλ, φων) | téléphoner
|
έτσι φωνάζουν ακόμα και όταν (φων) | il crient ainsi même lorsque...
|
φωνάζω (φων) | crier
|
η φωνή (φων) | voix
|
το φωνήεν (-τα) (φων) | voyelle(s) |